- τανύφλοιος
- -ον, Α(για δένδρα)1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό2. (κατ. επέκτ.) ψηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ-φλοιος). Για το θ. τού α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι].
Dictionary of Greek. 2013.